- ἄστακτος
- ἄστακτ-ος, ον,A = ἀσταγής II, E.IT1242 (lyr.), Orph.Fr.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άστακτος — ἄστακτος, ον (Α) βλ. ἄσταχτος … Dictionary of Greek
ἄστακτον — ἄστακτος masc/fem acc sg ἄστακτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάκτων — ἄστακτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek